- ἐκθεωτικός
- ἐκθε-ωτικός, ή, όν,A divinizing, Procl.in Prm. p.838S., in Ti.3.205 D.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εκθεωτικός — ἐκθεωτικός, ή, όν (Α) αυτός που αποθεώνει … Dictionary of Greek
ἐκθεωτικῶν — ἐκθεωτικός divinizing fem gen pl ἐκθεωτικός divinizing masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκθεωτικόν — ἐκθεωτικός divinizing masc acc sg ἐκθεωτικός divinizing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκθεωτικαί — ἐκθεωτικός divinizing fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκθεωτικῆς — ἐκθεωτικός divinizing fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκθεωτική — ἐκθεωτικός divinizing fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκθεωτικήν — ἐκθεωτικός divinizing fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκθεωτικάς — ἐκθεωτικά̱ς , ἐκθεωτικός divinizing fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)